- μισογυνώ
- μισογυνῶ, -έω (Α) [μισόγυνος]μισώ, απεχθάνομαι τις γυναίκες, διάκειμαι εχθρικά εναντίον τους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μισογύνῳ — μισόγυνος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)